φεϊζιόα

φεϊζιόα
και φεϊγιόα και φεϊτζόα, η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια μυρτίδες τής τάξης μυρτώδη, το οποίο περιλαμβάνει δύο πολύμορφα είδη δέντρων ή θάμνων, που είναι ιθαγενή τών υποτροπικών περιοχών τής Νότιας Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. feijoa < νεολατ. feijoa, από το όν. τού Ισπανού φυσιοδίφη Juan de Silva Feijo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φεϊγιόα — η, Ν βοτ. βλ. φεϊζιόα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”